του Κώστα Νικολάου
Οι επιχειρούμενες διατλαντικές
συμφωνίες, στις διαπραγματεύσεις των οποίων συμμετέχει η Ευρωπαϊκή Ένωση, και
συγκεκριμένα η TTIP (Transatlantic
Trade and Investment Partnership - Διατλαντική Εταιρική Σχέση Εμπορίου και
Επενδύσεων) με τις ΗΠΑ, η CETA
(Comprehensive Economic and Trade Agreement - Ολοκληρωμένη Οικονομική και
Εμπορική Συμφωνία) με τον Καναδά και η TISA (Trade in Services Agreement -
Συμφωνία Εμπορίου σε Υπηρεσίες) μεταξύ 50 χωρών, διαμορφώνουν ένα σκηνικό “Αποκάλυψης
του Ιωάννη” για τη δημοκρατία, την κοινωνία, τα κοινά αγαθά και το περιβάλλον με
την εξουσία που δίνουν στις πολυεθνικές εταιρείες και με τα όσα προσπαθούν να επιβάλλουν
στους πολίτες των εμπλεκόμενων χωρών και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Το
σκηνικό απλώνεται σε επίπεδο πλανήτη με την TPP (Trans-Pacific Partnership -
Δια-Ειρηνική Εταιρική Σχέση) μεταξύ χωρών από τις δύο πλευρές του Ειρηνικού
(ΗΠΑ, Καναδάς, Ιαπωνία, Αυστραλία κλπ).
Οι επίσημες διακηρύξεις αναφέρουν
ότι αυτές οι συμφωνίες θα οδηγήσουν σε αύξηση των επενδύσεων και του εμπορίου,
σε οικονομική μεγέθυνση και σε δημιουργία θέσεων εργασίας. Ωστόσο, οι συμφωνίες
συντάσσονται με τέτοιο τρόπο, ώστε η ιδιωτικοποίηση των κοινών αγαθών να γίνει
ουσιαστικά μη αναστρέψιμη και οι κερδισμένοι αυτών των συμφωνιών να είναι οι
πολυεθνικές εταιρείες και όχι οι πολίτες.
Η προώθηση αυτών των συμφωνιών
αποτελεί ουσιαστικά ένα ανώτερο στάδιο εφαρμογής των πλέον ακραίων πολιτικών
του νεοφιλελευθερισμού σε πλανητική κλίμακα, με έμφαση όχι μόνο στον
ακρωτηριασμό του δημόσιου τομέα και στη δραματική περικοπή των κοινωνικών
δαπανών, αλλά ιδιαίτερα στην εμπέδωση της ανεξέλεγκτης ελευθερίας των ιδιωτικών
εταιρειών (κυρίως των πολυεθνικών) και της ιδιωτικοποίησης των κοινών αγαθών, επιχειρώντας
παράλληλα τη μέγιστη δυνατή συγκέντρωση πολιτικής εξουσίας στα χέρια των πολυεθνικών,
εγκαθιστώντας έτσι μια εταιρειοκρατία στη θέση της δημοκρατίας.