Τι συμβαίνει σήμερα με τη διαχείριση των αστικών στερεών απορριμμάτων;
Στην Ελλάδα σήμερα, τα αστικά στερεά απορρίμματα καταλήγουν είτε σε ανεξέλεγκτες χωματερές είτε σε χώρους υγειονομικής ταφής απορριμμάτων (ΧΥΤΑ) σε όλο και μεγαλύτερες ποσότητες, ενώ τα ποσοστά ανακύκλωσης (< 20%) είναι από τα χαμηλότερα στην Ευρώπη (50% κατά μέσο όρο).
Με το νέο Εθνικό Σχέδιο Διαχείρισης Αποβλήτων (ΕΣΔΑ) που έφτιαξε η σημερινή κυβέρνηση (συνεχίζοντας την πολιτική που σχεδίασε η προηγούμενη), υιοθετείται μια πολιτική που στο όνομα του περιορισμού των απορριμμάτων που θάβονται, προκρίνει την καύση των απορριμμάτων, η οποία όμως δημιουργεί επιπρόσθετα προβλήματα στο περιβάλλον και την υγεία των κατοίκων των ευρύτερων περιοχών γύρω από τα εργοστάσια καύσης. Η λεγόμενη «ενεργειακή αξιοποίηση» θα γίνεται είτε σε εργοστάσια που θα κατασκευαστούν γι αυτό το σκοπό από ιδιωτικές επιχειρήσεις, είτε σε υφιστάμενες ενεργοβόρες βιομηχανίες, όπως οι τσιμεντοβιομηχανίες. Για την παραγωγή του απορριμματογενούς καυσίμου προβλέπεται από το ΕΣΔΑ η κατασκευή 43 Μονάδων Επεξεργασίας Απορριμμάτων (ΜΕΑ), ορισμένες εκ των οποίων (όπως οι δύο στην περιοχή της Θεσσαλονίκης, Μαυροράχη και Αγ. Αντώνιος) θα είναι φαραωνικών διαστάσεων και όλες, με την κατασκευή τους μέσω ΣΔΙΤ, θα παραδοθούν στο ιδιωτικό κεφάλαιο ως νέα πηγή κερδοφορίας του, στο πλαίσιο της ιδιωτικοποίησης-εμπορευματοποίησης της διαχείρισης των απορριμμάτων.
Είναι προφανές ότι το ενδιαφέρον των πολυεθνικών
και εθνικών εταιρειών οφείλεται στο γεγονός ότι η διαχείριση των απορριμμάτων
μπορεί να αποφέρει κέρδη. Κέρδη για τους επιχειρηματίες, τα οποία θα προκύψουν
από τα επιπλέον οικονομικά βάρη που θα πληρώσουν οι πολίτες με τη μεγάλη αύξηση
των τελών καθαριότητας και μάλιστα σε περίοδο οικονομικής κρίσης με τα
εισοδήματα συνεχώς να μειώνονται και την ανεργία να αυξάνεται.