του Κώστα Νικολάου στην Parallaxi, 18.2.2023
Κάθε φορά που εμφανίζονται πανδημίες, πυρκαγιές, καύσωνες, πλημμύρες, παγετοί, ενεργειακές κρίσεις, πόλεμοι, που καταστρέφουν σοδειές και μειώνουν φυσικούς πόρους, εμφανίζεται στο προσκήνιο και το ζήτημα της επισιτιστικής κρίσης.
Δεν είναι όμως όλα αυτά που προκαλούν την επισιτιστική κρίση. Αυτά επιδεινώνουν την προϋπάρχουσα επισιτιστική κρίση, η οποία αποτελεί τη ντροπή κάθε κοινωνίας και οικονομίας.
Το 1/3 των ανθρώπων παγκοσμίως βρίσκεται αντιμέτωπο με επισιτιστική ανασφάλεια διατρέχοντας κίνδυνο λιμοκτονίας. Στην Ελλάδα, πάνω από 12,5% του πληθυσμού είναι σε κατάσταση επισιτιστικής ανασφάλειας (πέμπτοι στην ΕΕ)[1], ενώ πολλοί Ευρωπαίοι πολίτες αδυνατούν να πληρώσουν ένα υγιεινό γεύμα.
Η τροφή είναι ανθρώπινο δικαίωμα[2]. Η εξασφάλιση αυτού του ανθρώπινου δικαιώματος συνεπάγεται την κοινωνική υποχρέωση παροχής τροφής σε όλους.
Η αντιμετώπιση της επισιτιστικής κρίσης προϋποθέτει έναν ολοκληρωμένο σχεδιασμό από και υπέρ των πολιτών και όχι υπέρ της κερδοσκοπίας. Δύο είναι οι βασικές προτεραιότητες (μεταξύ άλλων):
1) Η προστασία της αγροτικής γης, η οποία μειώνεται διαρκώς ένεκα ενεργειακών, τουριστικών και αστικών έργων κερδοσκοπικού χαρακτήρα, με ταυτόχρονη προστασία του εδαφικού περιβάλλοντος, των νερών και της βιοποικιλότητας για να είναι εφικτή μια παραγωγή υγιεινών τροφίμων.
Η ρύπανση του εδάφους, των νερών με τη συνεπαγόμενη απώλεια βιοποικιλότητας, καθώς και η ατμοσφαιρική ρύπανση με τη συνεπαγόμενη κλιματική κρίση αποτελούν καθοριστικούς παράγοντες μείωσης της αγροτικής γης και της παραγωγής υγιεινών τροφίμων.
2) Ο τερματισμός της σπατάλης και της απώλειας τροφίμων, αφού το ένα τρίτο του συνόλου των τροφίμων που παράγονται παγκοσμίως (περίπου 1,3 δισ. τόνοι, αξίας 1 τρισ. δολαρίων) καταλήγει ως απόβλητα ή αλλοιώνεται ένεκα κακών πρακτικών μεταφοράς και συγκομιδής. Στην Ελλάδα, παράγουμε περίπου 150 κιλά απόβλητα τροφίμων ανά κάτοικο κάθε χρόνο, τη στιγμή που πολλοί συμπολίτες μας βρίσκονται σε επισιτιστική ανασφάλεια [3].
Η υλοποίηση αυτών των προτεραιοτήτων μπορεί να επιτευχθεί διαμέσου της κυκλικής οικονομίας και ταυτόχρονα, της τοπικής-περιφερειακής παραγωγής και κατανάλωσης των τροφίμων, με έμφαση στη συνεργατική -από κοινού- διαχείρισή τους με συνεταιριστικά εγχειρήματα παραγωγών και καταναλωτών.
Η στρατηγική «από το χωράφι στο ράφι και από εκεί στο πιάτο», σημαίνει στήριξη σε συνεργατικά τοπικά-περιφερειακά συστήματα παραγωγής και κατανάλωσης, για να είναι αυτά ανθεκτικά και βιώσιμα και να παρέχουν διατροφική επάρκεια χωρίς κερδοσκοπία.
Το υπάρχον γραμμικό μοντέλο της οικονομίας: πρώτες ύλες, παραγωγή προϊόντων, διανομή, κατανάλωση και απόρριψη στο περιβάλλον δεν μπορεί να υπηρετήσει τα παραπάνω.
Αντιθέτως, το μοντέλο της κυκλικής οικονομίας, πέρα από την ελαχιστοποίηση των αποβλήτων (έως και μηδενικά απόβλητα) με την ανακύκλωση και επαναχρησιμοποίηση των πόρων, δεν παρεμβαίνει μόνο στο τελευταίο στάδιο των απορριμμάτων, αλλά και σε όλα τα προηγούμενα στάδια, για αποτελεσματική χρήση των πρώτων υλών και για την επιμήκυνση του χρόνου ζωής του προϊόντος, με τελικό στόχο την αποφυγή της σπατάλης φυσικών πόρων και την προστασία του περιβάλλοντος.
Με την κυκλική οικονομία τερματίζεται η απώλεια αγροτικής γης ένεκα της ρύπανσης του εδάφους, των νερών, της απώλειας βιοποικιλότητας και της κλιματικής κρίσης και σε συνάρθρωση με την προστασία της αγροτικής γης από κερδοσκοπικά έργα, μπορεί να οδηγήσει συνεργατικά σε διατροφική επάρκεια με ταυτόχρονη παραγωγή υγιεινών τροφίμων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου